- ξεκούραστα
- επίρρ. без всякой усталости, легко, без напряжения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεκούραστος — η, ο [ξεκουράζω] 1. αυτός που ανέλαβε από την κούραση, αυτός που ξεκουράστηκε («μετά από μια ώρα ύπνου νιώθω ξεκούραστος») 2. αυτός που γίνεται άκοπα, χωρίς κούραση ή αυτός που δεν προκαλεί κούραση (α. «ξεκούραστη δουλειά» β. «ξεκούραστα… … Dictionary of Greek
ανειμένος — η, ο (AM ἀνειμένος, η, ον) 1. άτονος, χαλαρός «ανειμένη φωνή» 2. έκλυτος «ανειμένα ήθη» 3. (επίρρ, νως) α) ράθυμα, αφρόντιστα β) άνετα, ξεκούραστα γ) ελεύθερα, αχαλίνωτα δ) αρχ. με παρρησία. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιθετικοποιημένη μτχ. παθ. πρκμ. του ανίημι… … Dictionary of Greek
δερβίσης — Λέξη περσικής προέλευσης (προέρχεται, πιθανώς, από τις λέξεις ντερ = πόρτα και βις = κοίτασμα, και σημαίνει ζητιάνος που στέκει στην πόρτα ή που γυρίζει από πόρτα σε πόρτα, αλλά η ετυμολογία αυτή είναι αμφίβολη) με την οποία σε πολλές χώρες του… … Dictionary of Greek
μηναλλάγια — τα οι πρώτες ημέρες τού Αυγούστου, αλλ. μερομήνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήνας + μσν. ἀλλάγια, σταθμοί όπου οι ταξιδιώτες μπορούσαν να αλλάξουν τα κουρασμένα άλογά τους με άλλα, ξεκούραστα. Η λ. μηναλλάγια χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τις πρώτες… … Dictionary of Greek
περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ … Dictionary of Greek